αλατικό: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Α ἀλατικό)
η μερίδα του αλατιού που έδιναν παλαιότερα στους στρατευμένους για να τήν ανταλλάξουν κατόπιν με χρήματα και γενικά μισθός, σύνταξη (λατιν. salarium).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλας
απόδοση στα Ελληνικά του λατ. salarium, ουδ. του επίθ. salarius «ο σχετικός με το αλάτι», < sal-lis «αλάτι»].