αλογόμυγα: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(3)
(No difference)

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. μύγα που ενοχλεί τα άλογα και τα άλλα υποζύγια, βοϊδόμυγα, οίστρος
2. αυτός που επίμονα ενοχλεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μύγα].