ἁλουργικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλουργικός''': -ή, -όν, [[πορφυροβαφής]], «ἁλουργικά, τὰ πορφυροβαφῆ νήματα καὶ λεπτά», Α. Β. 379. | |lstext='''ἁλουργικός''': -ή, -όν, [[πορφυροβαφής]], «ἁλουργικά, τὰ πορφυροβαφῆ νήματα καὶ λεπτά», Α. Β. 379. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁλουργικός]], -ή, -όν (Μ) [[ἁλουργός]]<br />ο [[ἁλουργής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἁλουργής, AB379, Phot.
German (Pape)
[Seite 109] purpurn, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργικός: -ή, -όν, πορφυροβαφής, «ἁλουργικά, τὰ πορφυροβαφῆ νήματα καὶ λεπτά», Α. Β. 379.
Greek Monolingual
ἁλουργικός, -ή, -όν (Μ) ἁλουργός
ο ἁλουργής.