ἁλτηρία: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η [[ἁλτηρία]], η (Α) [[ἁλτήρ]]<br />η [[χρήση]] αλτήρων, το [[πήδημα]] με τους αλτήρες.
|mltxt=η [[ἁλτηρία]], η (Α) [[ἁλτήρ]]<br />η [[χρήση]] αλτήρων, το [[πήδημα]] με τους αλτήρες.
}}
{{grml
|mltxt=η ἁλτήρια, τα (Α) [[ἁλτήρ]]<br />μικροί αλτήρες.
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλτηρία Medium diacritics: ἁλτηρία Low diacritics: αλτηρία Capitals: ΑΛΤΗΡΙΑ
Transliteration A: haltēría Transliteration B: haltēria Transliteration C: altiria Beta Code: a(lthri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A use of ἁλτῆρες, Artemid.1.57.

German (Pape)

[Seite 110] ἡ, das Springen mit den Wuchtkolben, Sp.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -εία Hsch.
halterofilia consistente en hacer ejercicios con las halteras y también en el lanzamiento de las mismas, Antyll. en Orib.6.34.1, cf. Artem.1.57, ἁλτηρεία· ἁφὴ τῆς χειρός Hsch.

Greek Monolingual

η ἁλτηρία, η (Α) ἁλτήρ
η χρήση αλτήρων, το πήδημα με τους αλτήρες.

Greek Monolingual

η ἁλτήρια, τα (Α) ἁλτήρ
μικροί αλτήρες.