ἀλφιτοπώλης: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[vendedor de harina de cebada]] Nicopho 9, Luc.<i>DMeretr</i>.7.2. | |dgtxt=-ου, ὁ [[vendedor de harina de cebada]] Nicopho 9, Luc.<i>DMeretr</i>.7.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλφιτοπώλης]], ο (θηλ. <i>ἀλφιτόπωλίς</i>) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εμπορεύεται [[άλφιτα]], ο [[αλευροπώλης]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίθ. στη φρ.</b>) «[[ἀλφιτόπωλις]] [[στοά]]», [[αγορά]] της Αθήνας, όπου πουλούσαν [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφιτον]](-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A seller of ἄλφιτα, Nicoph.19:—fem. ἀλφῐτό-πωλις, D.L.6.9, 7.168; as Adj., ἀ. στοά flour-market at Athens, Ar.Ec. 682.
German (Pape)
[Seite 112] ὁ, Gerstenmehlverkäufer, Luc. D. Mer. 7, 2; Nicoph. bei Ath. III, 126 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτοπώλης: -ου, ὁ, = ἀλφιταμοιβός, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 1, θηλ. ἡ ἀλφιτόπωλις στοά, ἡ ἀλευραγορὰ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 682.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de harina de cebada Nicopho 9, Luc.DMeretr.7.2.
Greek Monolingual
ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α)
1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης
2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά της Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον(-α) + -πώλης < πωλῶ].