ἁλυκώδης: Difference between revisions
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(6_7) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλῠκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[ἅλας]], ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 ([[ἔνθα]] [[ἁλικώδης]] διὰ τοῦ ι). | |lstext='''ἁλῠκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς [[ἅλας]], ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 ([[ἔνθα]] [[ἁλικώδης]] διὰ τοῦ ι). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁλυκώδης]], -ες (Α) [[ἁλυκός]]<br />αυτός που μοιάζει [[αρμυρός]], που έχει [[γεύση]] αλατιού, ο [[υφάλμυρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like salt, saltish, γλῶσσα Hp.Acut.(Sp.)2; φλοιός Thphr.HP9.11.2 (ubi ἁλικώδης).
German (Pape)
[Seite 110] ες, salzartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἅλας, ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 (ἔνθα ἁλικώδης διὰ τοῦ ι).
Greek Monolingual
ἁλυκώδης, -ες (Α) ἁλυκός
αυτός που μοιάζει αρμυρός, που έχει γεύση αλατιού, ο υφάλμυρος.