αμάξι: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:51, 29 September 2017
Greek Monolingual
το (Α ἁμάξιον)
1. μικρή άμαξα, αμαξάκι ή απλώς άμαξα
2. νεοελλ. αυτοκίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμάξιον, υποκορ. της λ. ἅμαξα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαξόδρομος].