ἀμετασάλευτος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(6_18)
(3)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετασάλευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, [[ἀσάλευτος]], [[ἀκίνητος]], Κλήμ. Ἀλ. 201.
|lstext='''ἀμετασάλευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, [[ἀσάλευτος]], [[ἀκίνητος]], Κλήμ. Ἀλ. 201.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inmóvil]]<νέοι> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.7.54.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετασάλευτος]], -ον) [[μετασαλεύω]]<br />αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να μετακινηθεί, [[ασάλευτος]], [[ακίνητος]], [[σταθερός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:51, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 122] unbeweglich, Clem. Alex.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετασάλευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, ἀσάλευτος, ἀκίνητος, Κλήμ. Ἀλ. 201.

Spanish (DGE)

-ον inmóvil<νέοι> Clem.Al.Paed.2.7.54.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετασάλευτος, -ον) μετασαλεύω
αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός.