ἄμμες: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἐγώ]]. | |dgtxt=v. [[ἐγώ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἅμμες (Α)<br />[[αιολικός]] και [[δωρικός]] [[τύπος]] της αντωνυμίας ἡμεῑς (ονομ. πληθ. του ἐγώ). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (
A νρπαρ; Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100. ἀμμέσον, poet. for ἀνὰ μέσον, Hes. ἀμμέτερος and ἄμμος, = ἡμέτερος, Alc.105 A, B.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἡμεῖς.
English (Autenrieth)
see ἡμεῖς.
Spanish (DGE)
v. ἐγώ.
Greek Monolingual
ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῑς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).