αμπάρα: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:51, 29 September 2017
Greek Monolingual
η (Μ ἀμπάρα) (Ν και μπάρα)
1. σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από θύρα από τη μια παραστάδα μέχρι την άλλη για να εμποδίσει το άνοιγμά της, σύρτης, μάνταλο
2. κάθε χοντρό και μικρό σε μήκος ξύλο που μοιάζει με αμπάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barra «μεταλλική ράβδος» με την ανάπτ. προθεμ. ἀ-.
ΠΑΡ. ἀμπαρώνω -ώνομαι).