αμυνάθω: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(3)
(No difference)

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀμυνάθω (Α)
Ι. ενεργ. υπερασπίζω, βοηθώ
ΙΙ. μέσ.
1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω επίθεση
2. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. ἀμύνω. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται είναι προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. ἠμύναθον (υποτακτική ἀμυνάθω)].