αμφιθάλαμος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:52, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀμφιθάλαμος, ο (Α)
δωμάτιο του γυναικωνίτη απέναντι από τον θάλαμο τών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλαμος.
(3) |
(No difference)
|
ἀμφιθάλαμος, ο (Α)
δωμάτιο του γυναικωνίτη απέναντι από τον θάλαμο τών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θάλαμος.