αμφιμασχάλια: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:52, 29 September 2017
Greek Monolingual
τα
τα κορδόνια που κρεμιούνται από τους ώμους και κάτω από τη μασχάλη στις στολές στρατιωτικών ως διακριτικά ειδικής υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιμάσχαλος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον Στρατιωτικό Κανονισμό της Πανεπιστημιακής φάλαγγας (1876) για να αποδώσει το γαλλ. aiguillettes].