αμφιμασχάλια: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(3)
(No difference)

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Greek Monolingual

τα
τα κορδόνια που κρεμιούνται από τους ώμους και κάτω από τη μασχάλη στις στολές στρατιωτικών ως διακριτικά ειδικής υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιμάσχαλος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον Στρατιωτικό Κανονισμό της Πανεπιστημιακής φάλαγγας (1876) για να αποδώσει το γαλλ. aiguillettes].