αναξιβρέντας: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:53, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀναξιβρέντας, ο (Α)
(επίθ. του Διός) κυρίαρχος, κύριος τών κεραυνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + -βρεντας < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο» (πρβλ. ἀργιβρέντας)].