ἀναπόσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inseparable]] τοῦ ἑνός Dam.<i>Pr</i>.113<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς κυριότητος ἀ. Chrys.M.63.15.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[inseparablemente]] Simp.<i>in Epict</i>.6.35.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inseparable]] τοῦ ἑνός Dam.<i>Pr</i>.113<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς κυριότητος ἀ. Chrys.M.63.15.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[inseparablemente]] Simp.<i>in Epict</i>.6.35.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπόσπαστος]], -ον) [[ἀποσπῶ]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποσπάσει, να τον αποχωρίσει από [[κάτι]] [[άλλο]], [[αδιάσπαστος]], [[αχώριστος]], [[αδιάρρηκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαραίτητος]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόσπαστος Medium diacritics: ἀναπόσπαστος Low diacritics: αναπόσπαστος Capitals: ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anapóspastos Transliteration B: anapospastos Transliteration C: anapospastos Beta Code: a)napo/spastos

English (LSJ)

ον,

   A inseparable, τοῦ ἑνός Dam.Pr.113. Adv. -τως Simp. in Epict.p.6 D.

German (Pape)

[Seite 203] nicht abgezogen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόσπαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀποσπάσῃ, ἀχώριστος «καὶ τὸ τῆς υἱότητος γνήσιον, καὶ τὸ τῆς κυριότητος ἀναπόσπαστον» Ἰω. Χρυσ. τόμ. 4. σ. 432. 30. ― Ἐπίρρ. -τως Σιμπλίκ.

Spanish (DGE)

-ον
1 inseparable τοῦ ἑνός Dam.Pr.113
subst. τὸ τῆς κυριότητος ἀ. Chrys.M.63.15.
2 adv. -ως inseparablemente Simp.in Epict.6.35.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπόσπαστος, -ον) ἀποσπῶ
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποσπάσει, να τον αποχωρίσει από κάτι άλλο, αδιάσπαστος, αχώριστος, αδιάρρηκτος
νεοελλ.
απαραίτητος.