ἀναργυρία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
(big3_4)
(4)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀναργῠρία) -ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[falta de dinero]] Stratt.71B.<br /><b class="num">2</b> [[falta de pago]], [[impago]], <i>Cod.Iust</i>.4.21.16, τῆς προιχός Iust.<i>Nou</i>.100 praef.
|dgtxt=(ἀναργῠρία) -ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[falta de dinero]] Stratt.71B.<br /><b class="num">2</b> [[falta de pago]], [[impago]], <i>Cod.Iust</i>.4.21.16, τῆς προιχός Iust.<i>Nou</i>.100 praef.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀναργυρία]]) [[ανάργυρος]]<br />[[έλλειψη]] χρημάτων, [[αχρηματία]], [[αναπαραδιά]]<br /><b>μσν.</b><br />το να μην πληρώνει [[κανείς]] τοις μετρητοίς.
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναργῠρία Medium diacritics: ἀναργυρία Low diacritics: αναργυρία Capitals: ΑΝΑΡΓΥΡΙΑ
Transliteration A: anargyría Transliteration B: anargyria Transliteration C: anargyria Beta Code: a)narguri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of cash, Stratt.8 D.; ἡ τῆς ἀ. παραγραφή non numeratae pecuniae, Cod.Just.4.21.16; ἡ τῆς προικὸς ἀ. Just.Nov.100 Pr.: pl., ibid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναργῠρία: ἡ, τὸ μὴ λαβεῖν ἀργύριον, ὅρος δικ. (ἀναργυρίας περιγραφή), «ἀναργυρία λέγεται ὅταν τις γράψας οἰκειοχείρως καὶ ὁμολογεήσας λαβεῖν ἀργύριον καὶ οὐδαμῶς ἔλαβεν ἃ ὡμολόγησεν ἢ ἔλαβε μέρος τι» Γλῶσσαι Βασιλ.

Spanish (DGE)

(ἀναργῠρία) -ας, ἡ
1 falta de dinero Stratt.71B.
2 falta de pago, impago, Cod.Iust.4.21.16, τῆς προιχός Iust.Nou.100 praef.

Greek Monolingual

η (AM ἀναργυρία) ανάργυρος
έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά
μσν.
το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς.