ανάργυρος

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνάργυρος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει χρήματα, αχρήματος, απένταρος
2. αυτός που δεν παίρνει χρήματα για τις υπηρεσίες που προσφέρει
νεοελλ.
(για υπηρεσίες) αυτός που παρέχεται χωρίς λήψη χρημάτων, που γίνεται δωρεάν
αρχ.
αυτός που δεν εξαγοράζεται με χρήματα, αδωροδόκητος, αδιάφθορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άργυρος.
ΠΑΡ. αναργυρία].