ἀνεξάντλητος: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(big3_4) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[inagotable]] φρεάτων τινῶν βάθος ... ὕδατος Procop.Gaz.M.87.1264D. | |dgtxt=-ον<br />[[inagotable]] φρεάτων τινῶν βάθος ... ὕδατος Procop.Gaz.M.87.1264D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξάντλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν εξαντλείται, [[αστείρευτος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:54, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 223] unerschöpflich, Io. Chrys.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξάντλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐξαντλήσῃ, «ἀτελείωτος», Ἰω. Χρυσ. - Ἐπίρρ. -τως Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. 1, σ. 20C.
Spanish (DGE)
-ον
inagotable φρεάτων τινῶν βάθος ... ὕδατος Procop.Gaz.M.87.1264D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξάντλητος, -ον)
αυτός που δεν εξαντλείται, αστείρευτος.