ανεξιχνίαστος: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 06:54, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξιχνίαστος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός
«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῡ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῡ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»
νεοελλ.
όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο έγκλημα».