ἄνοζος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἄοζος]] Thphr.<i>HP</i> 1.5.4<br />[[que no tiene ramas]] τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα Thphr.<i>HP</i> 1.8.1, cf. l.c.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἄοζος]] Thphr.<i>HP</i> 1.5.4<br />[[que no tiene ramas]] τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα Thphr.<i>HP</i> 1.8.1, cf. l.c.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄνοζος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>όζος</i> «[[βλαστός]], [[ρόζος]]»].
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοζος Medium diacritics: ἄνοζος Low diacritics: άνοζος Capitals: ΑΝΟΖΟΣ
Transliteration A: ánozos Transliteration B: anozos Transliteration C: anozos Beta Code: a)/nozos

English (LSJ)

ον,

   A with no, or very few, branches, Thphr.HP1.8.1, etc.: Comp. -ότερος ib.3.13.3:—also ἄοζος, ον, ib.1.5.4, al.

German (Pape)

[Seite 239] ohne Zweige, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοζος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄζους ἢ ἔχων ὀλίγους μόνον, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀζώδης, ἔστι γὰρ (τῶν δένδρων) τὰ μὲν ὀζώδη, τὰ δὲ ἄνοζα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 8, 1, κτλ: - Συγκρ. -ότερος αὐτόθι 3. 13, 3: - Ὡσαύτως, ἄοζος, ον, αὐτόθι 1. 5, 4, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): tb. ἄοζος Thphr.HP 1.5.4
que no tiene ramas τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα Thphr.HP 1.8.1, cf. l.c.

Greek Monolingual

ἄνοζος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + όζος «βλαστός, ρόζος»].