ἀπόκλητος: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(big3_6) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[seleccionado]] οἱ ἀ. miembros del Consejo</i> en la Liga Etolia, Plb.4.5.9, 20.1.1, 20.10.13, 21.5.2. | |dgtxt=-ον<br />[[seleccionado]] οἱ ἀ. miembros del Consejo</i> en la Liga Etolia, Plb.4.5.9, 20.1.1, 20.10.13, 21.5.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπόκλητος]], -ον (Α) [[αποκαλώ]]<br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Ἀπόκλητοι</i><br />τα [[μέλη]] του αιρετού συνεδρίου των Αιτωλών. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἀποκαλέω)
A called or chosen out, select; οἱ Ἀπόκλητοι, in the Aetolian League, members of the select council, Plb.20.1.1, etc.
German (Pape)
[Seite 307] abgerufen; οἱ Ἀπόκλητοι, der höchste Rath der Aetolier, Pol. 20, 1. 10; vgl. Liv. 35, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκλητος: -ον, (ἀποκαλέω) κληθεὶς ἢ ἐκλεχθεὶς ἀπό τινος, ἐκλεκτὸς, οἱ Ἀπόκλητοι ἐν Αἰτωλοῖς, μέλη τοῦ ἐκλεκτοῦ συνεδρίου, Πολύβ. 20. 1, 1, κτλ., πρβλ. Ἑρμάννου Πολιτ. Ἀρχ. § 184. 10.
Spanish (DGE)
-ον
seleccionado οἱ ἀ. miembros del Consejo en la Liga Etolia, Plb.4.5.9, 20.1.1, 20.10.13, 21.5.2.
Greek Monolingual
ἀπόκλητος, -ον (Α) αποκαλώ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀπόκλητοι
τα μέλη του αιρετού συνεδρίου των Αιτωλών.