ἀποκρέμαμαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
(6_20) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκρέμᾰμαι''': παθ. κρέμαμαι ἀπό τινος, ἔκ τινος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 21, 4: παρατ. ἀπεκρεμάμην Κόϊντ. Σμ. 11. 197: ἀόρ. ἀπεκρεμάσθην. | |lstext='''ἀποκρέμᾰμαι''': παθ. κρέμαμαι ἀπό τινος, ἔκ τινος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 21, 4: παρατ. ἀπεκρεμάμην Κόϊντ. Σμ. 11. 197: ἀόρ. ἀπεκρεμάσθην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>βλ.</b> [[αποκρεμώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A hang down from, hang on by, Arist.HA553b3; τὰ ἀποκρεμάμενα appendages, ib.620b14; impf. ἀπεκρεμάμην Q.S.11.197; aor. ἀπεκρεμάσθην Luc.DDeor.21.1; ἀποκρεμάμενος τὴν ῥῖνα hook-nosed, Philostr.Her.3.3.
German (Pape)
[Seite 308] herabhangen, Qu. Sm. 11, 197 Ath. III, 74 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρέμᾰμαι: παθ. κρέμαμαι ἀπό τινος, ἔκ τινος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 21, 4: παρατ. ἀπεκρεμάμην Κόϊντ. Σμ. 11. 197: ἀόρ. ἀπεκρεμάσθην.
Greek Monolingual
βλ. αποκρεμώ.