αποκρεμώ
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
Greek Monolingual
(-άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι)
Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω
νεοελλ.
1. τελειώνω το κρέμασμα
2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο
αρχ.
φρ.
1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν» — χαλαρώνω, ξεκουράζομαι
2. «χορδὰν πλῆκτρον ἀπεκρέμασεν» — το πλήκτρο έσπασε τη χορδή και την έκανε να κρέμεται
II. (-ιέμαι) (-μαμαι, -μώμαι) κρεμιέμαι από κάπου
νεοελλ.
1. σκύβω από ψηλά
2. εξαρτώμαι από κάποιον, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον
αρχ.
1. απομακρύνομαι
2. ξεσφίγγω, χαλαρώνω κάτι.