ἀποφαντικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -ον<br /><b class="num">1</b> [[que expresa un sentido]], [[enunciativo]], [[explicativo]] λόγος proposición aseverativa</i> Arist.<i>Int</i>.17<sup>a</sup>8, Aristid.<i>Rh</i>.2.517, καλοῦσι δὲ οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον [[ἀξίωμα]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.61<br /><b class="num">•</b>ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.42, σχῆμα Aristid.<i>Rh</i>.1.462, 2.532, 540, cf. S.E.<i>M</i>.8.71, A.D.<i>Synt</i>.16.10, ἐρώτησις Sch.S.<i>OT</i> 622, χρεῖαι Hermog.<i>Prog</i>.3<br /><b class="num">•</b>gram. [[indicativo]] [[ἔγκλισις]] A.D.<i>Synt</i>.245.1 (var.), del pron. τις indicativo</i> por op. a su uso interr., A.D.<i>Pron</i>.27.20.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[afirmativamente]] A.D.<i>Pron</i>.27.16, 18, πολλὰ λέγων Hermog.<i>Id</i>.2.11 (p.402), cf. Sch.E.<i>Ph</i>.624<br /><b class="num">•</b>[[categóricamente]] (τὸ εὐαγγέλιον) ἀ. διακελεύεται Mac.Aeg.M.34.905B.
|dgtxt=-ή, -ον<br /><b class="num">1</b> [[que expresa un sentido]], [[enunciativo]], [[explicativo]] λόγος proposición aseverativa</i> Arist.<i>Int</i>.17<sup>a</sup>8, Aristid.<i>Rh</i>.2.517, καλοῦσι δὲ οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον [[ἀξίωμα]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.61<br /><b class="num">•</b>ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.42, σχῆμα Aristid.<i>Rh</i>.1.462, 2.532, 540, cf. S.E.<i>M</i>.8.71, A.D.<i>Synt</i>.16.10, ἐρώτησις Sch.S.<i>OT</i> 622, χρεῖαι Hermog.<i>Prog</i>.3<br /><b class="num">•</b>gram. [[indicativo]] [[ἔγκλισις]] A.D.<i>Synt</i>.245.1 (var.), del pron. τις indicativo</i> por op. a su uso interr., A.D.<i>Pron</i>.27.20.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[afirmativamente]] A.D.<i>Pron</i>.27.16, 18, πολλὰ λέγων Hermog.<i>Id</i>.2.11 (p.402), cf. Sch.E.<i>Ph</i>.624<br /><b class="num">•</b>[[categóricamente]] (τὸ εὐαγγέλιον) ἀ. διακελεύεται Mac.Aeg.M.34.905B.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποφαντικός]], -ή, -όν) [[αποφαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποφαίνεται θετικά<br /><b>2.</b> «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ρητ.)</b> «αποφαντικό [[σχήμα]]» — [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο αποφαίνεται [[κάποιος]] δογματικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(-ως) <b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο τελεσίδικο.
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφαντικός Medium diacritics: ἀποφαντικός Low diacritics: αποφαντικός Capitals: ΑΠΟΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apophantikós Transliteration B: apophantikos Transliteration C: apofantikos Beta Code: a)pofantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A categorical, λόγος ἀ. Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; declaratory, ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν -κή ib.2.42. Adv. -κῶς dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11.

German (Pape)

[Seite 334] behauptend, einen Satz aufstellend, λόγος Arist. de interpr. 5; Rhet. ἀποφαντικῶς λέγειν, mit Nachdruck sprechen; ἀποφαντικόν, modus indicativus, Schol. Ap. Rh. 1, 1332. 1349, wie ἀποφαντική Apoll. de synt. 3, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος, λόγος ἀπ., πρότασις, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 5. 1, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 71. -ἔγκλισις ἀποφαντικὴ = ὁριστικὴ Ἀπολλών. Δ. π. Συντ. 244, 26, ἀποφαντ. ἐπίρρημα αὐτόθι 245, 3: -Ἐπίρρ. ἀποφαντικῶς Ὠριγ. 3. 868A.

Spanish (DGE)

-ή, -ον
1 que expresa un sentido, enunciativo, explicativo λόγος proposición aseverativa Arist.Int.17a8, Aristid.Rh.2.517, καλοῦσι δὲ οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα Chrysipp.Stoic.2.61
ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική Chrysipp.Stoic.2.42, σχῆμα Aristid.Rh.1.462, 2.532, 540, cf. S.E.M.8.71, A.D.Synt.16.10, ἐρώτησις Sch.S.OT 622, χρεῖαι Hermog.Prog.3
gram. indicativo ἔγκλισις A.D.Synt.245.1 (var.), del pron. τις indicativo por op. a su uso interr., A.D.Pron.27.20.
2 adv. -ῶς afirmativamente A.D.Pron.27.16, 18, πολλὰ λέγων Hermog.Id.2.11 (p.402), cf. Sch.E.Ph.624
categóricamente (τὸ εὐαγγέλιον) ἀ. διακελεύεται Mac.Aeg.M.34.905B.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποφαντικός, -ή, -όν) αποφαίνω
1. αυτός που αποφαίνεται θετικά
2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστική
νεοελλ.
(ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» — σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά
αρχ.-μσν.
(-ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο.