ἀπροκάλυπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(6_17)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπροκάλυπτος''': -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ [[αὐτοῦ]] [[λελυμένως]] καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.
|lstext='''ἀπροκάλυπτος''': -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ [[αὐτοῦ]] [[λελυμένως]] καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπροκάλυπτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] προσχήματα και περιστροφές, ο [[ειλικρινής]] («απροκάλυπτη [[ομολογία]]»).
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροκάλυπτος Medium diacritics: ἀπροκάλυπτος Low diacritics: απροκάλυπτος Capitals: ΑΠΡΟΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: aprokályptos Transliteration B: aprokalyptos Transliteration C: aprokalyptos Beta Code: a)proka/luptos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A undisguised. Adv. -πτως Chio Ep.7.3, 13.3.

German (Pape)

[Seite 338] unverdeckt, unverhohlen; Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροκάλυπτος: -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ αὐτοῦ λελυμένως καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπροκάλυπτος, -ον)
ο χωρίς προσχήματα και περιστροφές, ο ειλικρινής («απροκάλυπτη ομολογία»).