ἀρικύμων: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον gen. -ονος<br />[[muy fecundo]], [[γυνή]] Hp.<i>Superf</i>.23, <i>Aër</i>.5, <i>Steril</i>.219.
|dgtxt=-ον gen. -ονος<br />[[muy fecundo]], [[γυνή]] Hp.<i>Superf</i>.23, <i>Aër</i>.5, <i>Steril</i>.219.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρικύμων]] (-ονος), η (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που συλλαμβάνει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμων</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>κυώ</i> «[[είμαι]] [[έγκυος]], [[συλλαμβάνω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρῐκύμων Medium diacritics: ἀρικύμων Low diacritics: αρικύμων Capitals: ΑΡΙΚΥΜΩΝ
Transliteration A: arikýmōn Transliteration B: arikymōn Transliteration C: arikymon Beta Code: a)riku/mwn

English (LSJ)

[ᾰ] [ῡ], ον, gen. ονος, (κύω)

   A prolific, Hp.Superf.23, prob. in Aër.5.

German (Pape)

[Seite 351] ον, oft schwanger, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρικύμων: [ῠ], -ον, (κύω) ἐπὶ γυναικός, «ἡ ταχέως ἐγκύμων γινομένη», Γαλην. Γλωσσ., «εὐσύλληπτος» Ἡσύχ., Ἱππ. 262, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον gen. -ονος
muy fecundo, γυνή Hp.Superf.23, Aër.5, Steril.219.

Greek Monolingual

ἀρικύμων (-ονος), η (Α)
(για γυναίκα) αυτή που συλλαμβάνει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -κύμων < κύμα < κυώ «είμαι έγκυος, συλλαμβάνω»].