ἀριστομάχος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_15) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀριστομάχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ ἀριστεύων ἐν ταῖς μάχαις, Πινδ. Π. 10, 3, 2) ὡς κύρ. ὄνομ., Ἡρόδ. κλ.: ― [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐπίθ. -μάχειος, ον, Ἀνθ. Π. 13. 8. (Ὁ τονισμὸς [[ἀμφίβολος]]). | |lstext='''ἀριστομάχος''': -ον, ([[μάχη]]) ὁ ἀριστεύων ἐν ταῖς μάχαις, Πινδ. Π. 10, 3, 2) ὡς κύρ. ὄνομ., Ἡρόδ. κλ.: ― [[ἐντεῦθεν]] τὸ ἐπίθ. -μάχειος, ον, Ἀνθ. Π. 13. 8. (Ὁ τονισμὸς [[ἀμφίβολος]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀριστόμαχος]] και -μάχος, ο (Α)<br />ο [[άριστος]] στη [[μάχη]], αυτός που διακρίνεται στις μάχες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
[μᾰ], ον, (μάχη)
A best in fight, Pi.P.10.3. 2 as pr.n., Hdt., etc.:—hence Adj. ἀριστο-μάχειος, ον, AP13.8 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστομάχος: -ον, (μάχη) ὁ ἀριστεύων ἐν ταῖς μάχαις, Πινδ. Π. 10, 3, 2) ὡς κύρ. ὄνομ., Ἡρόδ. κλ.: ― ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθ. -μάχειος, ον, Ἀνθ. Π. 13. 8. (Ὁ τονισμὸς ἀμφίβολος).
Greek Monolingual
ἀριστόμαχος και -μάχος, ο (Α)
ο άριστος στη μάχη, αυτός που διακρίνεται στις μάχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -μαχος < μάχομαι.