άρπη: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 06:58, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἅρπη, η (Α)
1. όνομα πτηνού
2. δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική αναλογία με το αρχ. σλαβ. srŭpŭ και το λεττ. sirpis «δρεπάνι», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. sarpio και sarpo, sarpere «κλαδεύω» και το αρχ. άνω γερμ. sarf «κοφτερός, τραχύς». Ο όρος δεν δικαιολογείται ως δάνειο ανατολικής προελεύσεως, ενώ είναι δυνατόν να έχει κοινή καταγωγή με την οικογ. του αρπάζω. Στον Όμηρο και τον Αριστοτέλη η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει όνομα υδρόβιου πτηνού, ενώ στη σημασία της ως «δρεπάνι», που απαντά στον Ησίοδο και τον Σοφοκλή, αντικαταστάθηκε από τη λ. δρέπανον.