ἀσκέπαστος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[descubierto]], [[sin protección]] de una planta medicinal, Dsc.5.114, τὸ φορεῖον Antyll. en Orib.6.23.10, μηδὲν Gal.18(1).540<br /><b class="num">•</b>[[destapado]] πίθοι <i>Gp</i>.7.19.3<br /><b class="num">•</b>[[que tiene lugar al aire libre]] συμπόσια <i>PLond</i>.1722.22 (VI d.C.).
|dgtxt=-ον<br />[[descubierto]], [[sin protección]] de una planta medicinal, Dsc.5.114, τὸ φορεῖον Antyll. en Orib.6.23.10, μηδὲν Gal.18(1).540<br /><b class="num">•</b>[[destapado]] πίθοι <i>Gp</i>.7.19.3<br /><b class="num">•</b>[[que tiene lugar al aire libre]] συμπόσια <i>PLond</i>.1722.22 (VI d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκέπαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[σκεπή]] ή [[σκέπασμα]], ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του<br /><b>2.</b> ο [[απροστάτευτος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που λέγεται [[χωρίς]] [[προσπάθεια]] συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ' ασκέπαστα [[λόγια]] του Αριστοφάνη»).
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκέπαστος Medium diacritics: ἀσκέπαστος Low diacritics: ασκέπαστος Capitals: ΑΣΚΕΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asképastos Transliteration B: askepastos Transliteration C: askepastos Beta Code: a)ske/pastos

English (LSJ)

ον,

   A uncovered, Dsc.5.114, Antyll. ap. Orib.6.23.10, Gp. 7.19.3, PLond.5.1722 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 371] unbedeckt, Sp., z. B. Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκέπαστος: ον ὁ μὴ ἐσκεπασμένος, Διοσκ. 5. 132· - ὡσαύτως ἀσκεπής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 260: - καὶ ἄσκεπος, ον, Ψευδ-Λουκ. Φιλόπατρ. 21.

Spanish (DGE)

-ον
descubierto, sin protección de una planta medicinal, Dsc.5.114, τὸ φορεῖον Antyll. en Orib.6.23.10, μηδὲν Gal.18(1).540
destapado πίθοι Gp.7.19.3
que tiene lugar al aire libre συμπόσια PLond.1722.22 (VI d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσκέπαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκεπή ή σκέπασμα, ο ακάλυπτος
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του
2. ο απροστάτευτος
3. εκείνος που λέγεται χωρίς προσπάθεια συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ' ασκέπαστα λόγια του Αριστοφάνη»).