ἀστοιχείωτος: Difference between revisions
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que ignora los primeros elementos]] de pers. μὴ ἀστοιχειώτους ἐάσας no dejándonos en la total ignorancia</i> Ph.1.337<br /><b class="num">•</b>de anim. [[indómito]], [[no amaestrado]] Cyr.Al.M.71.61B.<br /><b class="num">2</b> [[carente de un elemento o letra]] Ἰλιάδα λειπογράμματον ἤτοι ἀστοιχείωτον de la Iliada de Nestor de Laranda, compuesta sin utilizar la letra α, Sud.s.u. Νέστωρ. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que ignora los primeros elementos]] de pers. μὴ ἀστοιχειώτους ἐάσας no dejándonos en la total ignorancia</i> Ph.1.337<br /><b class="num">•</b>de anim. [[indómito]], [[no amaestrado]] Cyr.Al.M.71.61B.<br /><b class="num">2</b> [[carente de un elemento o letra]] Ἰλιάδα λειπογράμματον ἤτοι ἀστοιχείωτον de la Iliada de Nestor de Laranda, compuesta sin utilizar la letra α, Sud.s.u. Νέστωρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο [[στοιχειώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από [[στοιχειό]] («γεφύρι αστοίχειωτο»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει μεταβληθεί σε [[στοιχειό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ignorant of the first elements, Ph.1.337.
German (Pape)
[Seite 376] in den Elementen unwissend, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστοιχείωτος: -ον, ἀγνοῶν τὰ πρῶτα στοιχεῖα, εἰσαγαγών ἡμᾶς οἷα παῖδας ἄρτι μανθάνειν ἀρχομένους διὰ τῶν σοφίας δογμάτων καὶ θεωρημάτων καὶ μὴ ἀστοιχειώτους ἐάσας ἐν ὑψηλῷ καὶ οὐρανίῳ λόγῳ καταφύτευσον Φίλων 1. 337˙ ἐπὶ πώλων, ὁ μὴ ἔτι δαμασθείς, τὰ σκληρὰ καὶ ἀστοιχείωτα τῶν ἀλόγων ζῴων χαλινοῖς περιτρέπουσιν Κύριλλ. Ἀλ. κ. 2. σ. 33: τὸ παθ. ῥῆμ. ἀστοιχειόομαι, εὕρηται παρὰ τῷ Οἰκουμ. εἰς Ἀποκ. σ. 315, 29.
Spanish (DGE)
-ον
I que ignora los primeros elementos de pers. μὴ ἀστοιχειώτους ἐάσας no dejándonos en la total ignorancia Ph.1.337
•de anim. indómito, no amaestrado Cyr.Al.M.71.61B.
2 carente de un elemento o letra Ἰλιάδα λειπογράμματον ἤτοι ἀστοιχείωτον de la Iliada de Nestor de Laranda, compuesta sin utilizar la letra α, Sud.s.u. Νέστωρ.
Greek Monolingual
-η, -ο στοιχειώνω
1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο»)
2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό.