στοιχειώνω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

Ν στοιχειό
1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι)
2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από στοιχειά, κατοικούμαι από φαντάσματα (α. «στοίχειωσε ο σκοτωμένος» β. «όπου σκοτωθεί άνθρωπος, το μέρος στοιχειώνει»)
3. μτφ. μιαίνω έναν τόπο με φόνο ή άλλη αποτρόπαια πράξη
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) στοιχειωμένος, -η, -ο
α) (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που έχει στοιχειώσει
β) (για τόπο) αυτός που κατοικείται από φαντάσματα («στοιχειωμένο σπίτι»).