ἀσυγκέραστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no moderado]] φύσις <i>AP</i> 9.180 (Pall.).<br /><b class="num">2</b> [[insociable]] los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.<i>Haer</i>.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no moderado]] φύσις <i>AP</i> 9.180 (Pall.).<br /><b class="num">2</b> [[insociable]] los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.<i>Haer</i>.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυγκέραστος]], -ον) [[συγκεράννυμι]]<br />αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με [[κάτι]] [[άλλο]], ο [[άκρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακοινώνητος]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκέραστος Medium diacritics: ἀσυγκέραστος Low diacritics: ασυγκέραστος Capitals: ΑΣΥΓΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asynkérastos Transliteration B: asynkerastos Transliteration C: asygkerastos Beta Code: a)sugke/rastos

English (LSJ)

ον,

   A untempered, φύσις AP9.180 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 379] ungemischt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκέραστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκραμένος, ἀμιγής, ἄκρατος, Ἀνθ. Π. 9. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκρατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non modéré, non tempéré.
Étymologie: ἀ, συγκεράννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
1 no moderado φύσις AP 9.180 (Pall.).
2 insociable los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.Haer.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυγκέραστος, -ον) συγκεράννυμι
αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος
μσν.
ο ακοινώνητος.