ἀσυμβούλευτος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(big3_7) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[que carece de consejo]], [[ἄνθρωπος]] Basil.M.30.289A. | |dgtxt=-ον [[que carece de consejo]], [[ἄνθρωπος]] Basil.M.30.289A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυμβούλευτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο [[θέμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[ασύνετος]], [[απερίσκεπτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 380] unberathen; nicht um Rath fragend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμβούλευτος: -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ ἄνευ συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β.
Spanish (DGE)
-ον que carece de consejo, ἄνθρωπος Basil.M.30.289A.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυμβούλευτος, -ον)
εκείνος που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο θέμα
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει
2. (για πράξεις) ασύνετος, απερίσκεπτος.