ἀσυμπάθητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[que carece de compasión]], [[cruel]], <i>An.Ox</i>.2.340. | |dgtxt=-ον [[que carece de compasión]], [[cruel]], <i>An.Ox</i>.2.340. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ [[ἀσυμπάθητος]], -ον) [[συμπαθώ]]<br />[[εκείνος]] που δεν αισθάνεται [[συμπάθεια]], ο [[ανελέητος]]<br />1| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμπαθιέται, ο [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν [[είναι]] [[άξιος]] να συγχωρηθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[πᾰ], ον, = foreg.1, An.Ox.2.340.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπάθητος: -ον, = τῷ προηγ., Νικηφ. Βλεμμ. ἐν Μαΐου Coll. nov. Vat. τ. 2. σ. 616.
Spanish (DGE)
-ον que carece de compasión, cruel, An.Ox.2.340.
Greek Monolingual
και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ ἀσυμπάθητος, -ον) συμπαθώ
εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος
1