ἀτεραμνότης: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[dificultad]] ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν Thphr.<i>CP</i> 4.3.2. | |dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[dificultad]] ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν Thphr.<i>CP</i> 4.3.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀτεραμνότης]], η (Α)<br />[[επιμονή]], [[ισχυρογνωμοσύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A stubbornness; ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν slowness to germinate, Thphr.CP4.3.2.
German (Pape)
[Seite 385] ητος, ἡ, Härte, Unerweichlichkeit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεραμνότης: -ητος, ἡ, ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 3, 2.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
dificultad ἀ. πρὸς τὴν βλάστησιν Thphr.CP 4.3.2.
Greek Monolingual
ἀτεραμνότης, η (Α)
επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη.