ἀσυμπλήρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no colmado]], [[incompleto]] τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70. | |dgtxt=-ον<br />[[no colmado]], [[incompleto]] τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυμπλήρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not filled up, Dsc.1.70.
German (Pape)
[Seite 380] nicht angefüllt, unvollständig?
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμπλήρωτος: -ον, μὴ πλήρης, μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89.
Spanish (DGE)
-ον
no colmado, incompleto τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυμπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.