ἀσυμπλήρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no colmado]], [[incompleto]] τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.
|dgtxt=-ον<br />[[no colmado]], [[incompleto]] τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυμπλήρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπλήρωτος Medium diacritics: ἀσυμπλήρωτος Low diacritics: ασυμπλήρωτος Capitals: ΑΣΥΜΠΛΗΡΩΤΟΣ
Transliteration A: asymplḗrōtos Transliteration B: asymplērōtos Transliteration C: asymplirotos Beta Code: a)sumplh/rwtos

English (LSJ)

ον,

   A not filled up, Dsc.1.70.

German (Pape)

[Seite 380] nicht angefüllt, unvollständig?

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπλήρωτος: -ον, μὴ πλήρης, μὴ συμπληρωθείς, τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Διοσκ. 1. 89.

Spanish (DGE)

-ον
no colmado, incompleto τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ... τὰ ἀσυμπλήρωτα πληροῖ Dsc.1.70.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυμπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί.