αὐτοκράτεια: Difference between revisions
From LSJ
(big3_7) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[control sobre sí mismo]] αὐ. ἐπὶ παντί Pl.<i>Def</i>.412d. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[control sobre sí mismo]] αὐ. ἐπὶ παντί Pl.<i>Def</i>.412d. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[αὐτοκράτεια]]) [[αυτοκρατής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[πλήρης]] [[ελευθερία]] της βούλησης<br /><b>αρχ.</b><br />απόλυτη [[εξουσία]], [[πλήρης]] [[κυριαρχία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[ρᾰ], ἡ,
A power over oneself, Pl.Def.412d.
German (Pape)
[Seite 398] ἡ, die Selbstherrschaft, Plat. Def. p. 412 c.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκράτεια: ἡ, ἀπόλυτος ἐξουσία, κυριαρχία, Πλάτ. Ὅροι 412D.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
control sobre sí mismo αὐ. ἐπὶ παντί Pl.Def.412d.
Greek Monolingual
η (Α αὐτοκράτεια) αυτοκρατής
νεοελλ.
η πλήρης ελευθερία της βούλησης
αρχ.
απόλυτη εξουσία, πλήρης κυριαρχία.