αυτόχειρας: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(7)
(No difference)

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (AM αὐτόχειρ, [-ειρος]) χειρ
αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα χέρια
αρχ.
1. αυτός που εκτελεί κάτι με τα ίδια του τα χέρια
2. εργάτης, πρωτεργάτης
3. φονιάς, δολοφόνος
4. ως επίθ. φονικός, που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο
4. παθ. αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα ίδια τα χέρια κάποιου.