αὐτότεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[capaz]], [[dotado por sí mismo]] τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.
|dgtxt=-ον<br />[[capaz]], [[dotado por sí mismo]] τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.
}}
{{grml
|mltxt=[[αὐτότεχνος]], -ον (Α)<br />[[αυτοδίδακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άτεχνος]], [[έντεχνος]], [[κακότεχνος]])].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτότεχνος Medium diacritics: αὐτότεχνος Low diacritics: αυτότεχνος Capitals: ΑΥΤΟΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: autótechnos Transliteration B: autotechnos Transliteration C: aftotechnos Beta Code: au)to/texnos

English (LSJ)

ον,

   A self-instructed, πρὸς ἴασιν Plu.2.991e.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτότεχνος: -ον, αὐτοδίδακτος, τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
instruit par lui-même.
Étymologie: αὐτός, τέχνη.

Spanish (DGE)

-ον
capaz, dotado por sí mismo τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.

Greek Monolingual

αὐτότεχνος, -ον (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τεχνος < τέχνη (πρβλ. άτεχνος, έντεχνος, κακότεχνος)].