βαρβαριστί: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βαρβᾰριστί)<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en lengua bárbara]] κεκράξονται Ar.<i>Fr</i>.81, ἀξύνετα β. παρακαλούντων App.<i>Mith</i>.50, cf. D.C.68.26.4, A.D.<i>Adu</i>.162.5.<br /><b class="num">2</b> [[al estilo bárbaro]] ἐπορχουμένη Plu.2.336c.
|dgtxt=(βαρβᾰριστί)<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en lengua bárbara]] κεκράξονται Ar.<i>Fr</i>.81, ἀξύνετα β. παρακαλούντων App.<i>Mith</i>.50, cf. D.C.68.26.4, A.D.<i>Adu</i>.162.5.<br /><b class="num">2</b> [[al estilo bárbaro]] ἐπορχουμένη Plu.2.336c.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαρβαριστί]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[βαρβαρίζω]]<br /><b>1.</b> με [[ξένη]], βαρβαρική, [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους.
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρβᾰριστί Medium diacritics: βαρβαριστί Low diacritics: βαρβαριστί Capitals: ΒΑΡΒΑΡΙΣΤΙ
Transliteration A: barbaristí Transliteration B: barbaristi Transliteration C: varvaristi Beta Code: barbaristi/

English (LSJ)

Adv.

   A in barbarous fashion, Plu.2.336c.    II in barbarian or foreign language, κεκράξονται β. Ar.Fr.79; ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων App.Mith.50, cf. A.D.Adv.162.5.

German (Pape)

[Seite 432] auf barbarisch, in ausländischer Sprache, bes. persisch, Ar. frg. bei Phot.; Plut. u. a. Sp., wie App. Mithr. 50.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰριστί: ἐπίρρ., κατὰ βαρβαρικὸν τρόπον, ἐπορχεῖσθαι Πλούτ. 2. 336C. II. μὲ βαρβαρικήν, ἤτοι ξένην γλῶσσαν, κεκράξονται β. (Περσιστί), Ἀριστοφ. Ἀπόσμ. 45· ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων Ἀππ. Μίθρ. 50.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la façon des barbares.
Étymologie: βαρβαρίζω.

Spanish (DGE)

(βαρβᾰριστί)
adv.
1 en lengua bárbara κεκράξονται Ar.Fr.81, ἀξύνετα β. παρακαλούντων App.Mith.50, cf. D.C.68.26.4, A.D.Adu.162.5.
2 al estilo bárbaro ἐπορχουμένη Plu.2.336c.

Greek Monolingual

βαρβαριστί επίρρ. (Α) βαρβαρίζω
1. με ξένη, βαρβαρική, γλώσσα
2. με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους.