βοσκηματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(big3_9)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[bestial]]unido a θηριώδης Str.5.2.7, M.Ant.4.28, Ocell.57, a ζῳώδης Iambl.<i>Protr</i>.21.15, [[ἀναίσθητος]] καὶ β. Aristid.Quint.63.7, βοσκηματώδεις ἔχοντες περὶ θεῶν ἐννοίας teniendo sobre los dioses ideas muy extravagantes</i> Procl.<i>in Cra</i>.68.
|dgtxt=-ες<br />[[bestial]]unido a θηριώδης Str.5.2.7, M.Ant.4.28, Ocell.57, a ζῳώδης Iambl.<i>Protr</i>.21.15, [[ἀναίσθητος]] καὶ β. Aristid.Quint.63.7, βοσκηματώδεις ἔχοντες περὶ θεῶν ἐννοίας teniendo sobre los dioses ideas muy extravagantes</i> Procl.<i>in Cra</i>.68.
}}
{{grml
|mltxt=[[βοσκηματώδης]], -ες (AM) [[βόσκημα]]<br />αυτός που ταιριάζει σε βοσκήματα, [[ζωώδης]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοσκημᾰτώδης Medium diacritics: βοσκηματώδης Low diacritics: βοσκηματώδης Capitals: ΒΟΣΚΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: boskēmatṓdēs Transliteration B: boskēmatōdēs Transliteration C: voskimatodis Beta Code: boskhmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A brutish, bestial, θηριῶδες καὶ β. Str.5.2.7, cf. Ocell.4.14, M Ant.4.28; ἀναίσθητος καὶ β. Aristid Quint.2.6: coupled with ζῳ ώδης, Iamb.Protr.21.ιέ; β. ἔννοιαι Procl.in Cra.p.68P.

German (Pape)

[Seite 454] ες, viehmäßig, Strab. 5, 5. 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βοσκηματώδης: -ες, (εἶδος) κτηνώδης, θηριῶδες καὶ β. Στράβ. 224.

Spanish (DGE)

-ες
bestialunido a θηριώδης Str.5.2.7, M.Ant.4.28, Ocell.57, a ζῳώδης Iambl.Protr.21.15, ἀναίσθητος καὶ β. Aristid.Quint.63.7, βοσκηματώδεις ἔχοντες περὶ θεῶν ἐννοίας teniendo sobre los dioses ideas muy extravagantes Procl.in Cra.68.

Greek Monolingual

βοσκηματώδης, -ες (AM) βόσκημα
αυτός που ταιριάζει σε βοσκήματα, ζωώδης.