βουβωνοκήλη: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(big3_9)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />medic. [[hernia inguinal]] (ὄγκος μαλακός) εἰ ... κατὰ τὸν βουβῶνα γένοιτο, καλοῦσι βουβωνοκήλην Gal.7.730, cf. Orib.48.57.5, Aët.4.26 (cód.), Paul.Aeg.6.66.1.
|dgtxt=-ης, ἡ<br />medic. [[hernia inguinal]] (ὄγκος μαλακός) εἰ ... κατὰ τὸν βουβῶνα γένοιτο, καλοῦσι βουβωνοκήλην Gal.7.730, cf. Orib.48.57.5, Aët.4.26 (cód.), Paul.Aeg.6.66.1.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[βουβωνοκήλη]])<br />[[κήλη]] στη βουβωνική [[χώρα]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουβωνοκήλη Medium diacritics: βουβωνοκήλη Low diacritics: βουβωνοκήλη Capitals: ΒΟΥΒΩΝΟΚΗΛΗ
Transliteration A: boubōnokḗlē Transliteration B: boubōnokēlē Transliteration C: vouvonokili Beta Code: boubwnokh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A inguinal hernia, Heliod. ap. Orib.48.57.5, Gal.7.730:—hence Adj. βουβωνο-κηλικός, ή, όν, suffering from it, Aët.4.26, Paul.Aeg.6.66.

German (Pape)

[Seite 455] ἡ, Leistenbruch, Medic. Davon -κηλικός

Greek (Liddell-Scott)

βουβωνοκήλη: ἡ κήλη (σπάσιμον) περὶ τοὺς βουβῶνας, Ὀρειβ. σ. 112 Mai· τὸ ἐπίθ. -κηλικός, ἡ, όν, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῆς Παῦλ. Αἰγ. 6.66, σ. 200.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
medic. hernia inguinal (ὄγκος μαλακός) εἰ ... κατὰ τὸν βουβῶνα γένοιτο, καλοῦσι βουβωνοκήλην Gal.7.730, cf. Orib.48.57.5, Aët.4.26 (cód.), Paul.Aeg.6.66.1.

Greek Monolingual

η (AM βουβωνοκήλη)
κήλη στη βουβωνική χώρα.