βύνη: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(6_23) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βύνη''': κριθὴ ἡτοιμασμένη πρὸς κατασκευὴν ζύθου, Ἀέτ. 10. 29. | |lstext='''βύνη''': κριθὴ ἡτοιμασμένη πρὸς κατασκευὴν ζύθου, Ἀέτ. 10. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[βύνη]])<br />φρυγμένο [[κριθάρι]] που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] μπίρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A malt for brewing, PHolm.15.33, PLeid.X.22, Aët.10.29. II = πεύκη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, Gerstenmalz, Sp.; Euphor. fr. 91 nannte so nach E. M. 565, 45 das Meer; s. N. pr.
Greek (Liddell-Scott)
βύνη: κριθὴ ἡτοιμασμένη πρὸς κατασκευὴν ζύθου, Ἀέτ. 10. 29.
Greek Monolingual
η (Α βύνη)
φρυγμένο κριθάρι που χρησιμοποιείται για την κατασκευή μπίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].