γενητικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
(big3_9) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[generador]] subst. τὰ γενητικά op. τὰ φθαρτικά Arist.<i>Top</i>.124<sup>a</sup>24 (var.), Plu.2.1013b. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[generador]] subst. τὰ γενητικά op. τὰ φθαρτικά Arist.<i>Top</i>.124<sup>a</sup>24 (var.), Plu.2.1013b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γενητικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο [[γεννητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλη [[γραφή]] του [[γεννητικός]]. Για το ένα ή τα δύο -<i>ν</i>- της λ. <b>βλ. λ.</b> [[γεννώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
A v.l. for γενν-, Arist.Top.124a24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
generador subst. τὰ γενητικά op. τὰ φθαρτικά Arist.Top.124a24 (var.), Plu.2.1013b.
Greek Monolingual
γενητικός, -ή, -όν (Α)
ο γεννητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γραφή του γεννητικός. Για το ένα ή τα δύο -ν- της λ. βλ. λ. γεννώ].