γηροτροφία: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[cuidado]], [[atención en la vejez]], [[seguridad para la vejez]] γ. γὰρ προσέοικε παιδοτροφίᾳ Antipho Soph.B 66, τὰς Λυσίδος γηροτροφίας ἀποτίνειν Plu.2.579e, cf. <i>PFlor</i>.382.39 (III d.C.).
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[cuidado]], [[atención en la vejez]], [[seguridad para la vejez]] γ. γὰρ προσέοικε παιδοτροφίᾳ Antipho Soph.B 66, τὰς Λυσίδος γηροτροφίας ἀποτίνειν Plu.2.579e, cf. <i>PFlor</i>.382.39 (III d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[γηροτροφία]], η (Α) [[γηροτρόφος]]<br />[[γηροβοσκία]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηροτροφία Medium diacritics: γηροτροφία Low diacritics: γηροτροφία Capitals: ΓΗΡΟΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: gērotrophía Transliteration B: gērotrophia Transliteration C: girotrofia Beta Code: ghrotrofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = γηροβοσκία, Antipho Soph.66, PFlor.382.39 (iii A. D.); τὰς γ. ἀποτίνειν Plu.2.579e.

Greek (Liddell-Scott)

γηροτροφία: ἡ, = γηροβοσκία, Πλούτ. 2. 579Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. γηροβοσκία.
Étymologie: γηροτρόφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cuidado, atención en la vejez, seguridad para la vejez γ. γὰρ προσέοικε παιδοτροφίᾳ Antipho Soph.B 66, τὰς Λυσίδος γηροτροφίας ἀποτίνειν Plu.2.579e, cf. PFlor.382.39 (III d.C.).

Greek Monolingual

γηροτροφία, η (Α) γηροτρόφος
γηροβοσκία.