γηπάτταλος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ bot. [[rábano]] Luc.<i>Lex</i>.2.
|dgtxt=-ου, ὁ bot. [[rábano]] Luc.<i>Lex</i>.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[γηπάτταλος]], ο (Α)<br />(κωμική [[λέξη]] του Λουκ.) [[πάσσαλος]] της γης, δηλ. το [[φυτό]] [[ραπάνι]], η [[ραφανίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[πάτταλος]] (αττ. τ. του [[πάσσαλος]])].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηπάτταλος Medium diacritics: γηπάτταλος Low diacritics: γηπάτταλος Capitals: ΓΗΠΑΤΤΑΛΟΣ
Transliteration A: gēpáttalos Transliteration B: gēpattalos Transliteration C: gipattalos Beta Code: ghpa/ttalos

English (LSJ)

ὁ,

   A oblong radish, com. word in Luc.Lex.2.

Greek (Liddell-Scott)

γηπάτταλος: ὁ, πάσσαλος τῆς γῆς, ῥαφανὶς ἢ «δαυκίον», κωμ. λέξ. ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. clou ou cheville en terre, n. comm. d’une sorte de légume, raifort ou rave.
Étymologie: γῆ, πάτταλος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ bot. rábano Luc.Lex.2.

Greek Monolingual

γηπάτταλος, ο (Α)
(κωμική λέξη του Λουκ.) πάσσαλος της γης, δηλ. το φυτό ραπάνι, η ραφανίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πάτταλος (αττ. τ. του πάσσαλος)].