γνωμολογικός: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sentencioso]], [[δεῖ]] ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.<i>Rh</i>.1439<sup>a</sup>5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ [[βραχύτης]] καὶ γνωμολογικόν Demetr.<i>Eloc</i>.9, cf. Marcellin.<i>Vit.Thuc</i>.51<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[poema gnomológico]] τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.<i>Chr</i>.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sentenciosamente]] προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo <i>Prog</i>.99.12, cf. 17, Sch.S.<i>Ant</i>.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sentencioso]], [[δεῖ]] ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.<i>Rh</i>.1439<sup>a</sup>5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ [[βραχύτης]] καὶ γνωμολογικόν Demetr.<i>Eloc</i>.9, cf. Marcellin.<i>Vit.Thuc</i>.51<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[poema gnomológico]] τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.<i>Chr</i>.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sentenciosamente]] προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo <i>Prog</i>.99.12, cf. 17, Sch.S.<i>Ant</i>.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γνωμολογικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[γνωμολογία]]<br /><b>2.</b> ο διανθισμένος με [[πολλά]] γνωμικά.
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμολογικός Medium diacritics: γνωμολογικός Low diacritics: γνωμολογικός Capitals: ΓΝΩΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōmologikós Transliteration B: gnōmologikos Transliteration C: gnomologikos Beta Code: gnwmologiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sententious, τὰς τελευτὰς γ. ποιεῖσθαι Arist.Rh.Al.1439a5, Demetr.Eloc.9. Adv. -κῶς TheonProg.5.

German (Pape)

[Seite 498] zum Reden in Denksprüchen gehörig; τὸ γ., = vorigem, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμολογικός: -ή, -όν, πλήρης γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sentencioso, δεῖ ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ βραχύτης καὶ γνωμολογικόν Demetr.Eloc.9, cf. Marcellin.Vit.Thuc.51
neutr. subst. poema gnomológico τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.Chr.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.
2 adv. -ῶς sentenciosamente προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo Prog.99.12, cf. 17, Sch.S.Ant.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γνωμολογικός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με τη γνωμολογία
2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά.