Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γοήτευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[hechizo]], [[seducción]] καὶ αὐτὸ τοῦτο ... ἡδονὴν εἶναι Pl.<i>Phlb</i>.44c, cf. Ael.<i>NA</i> 3.17, Agath.proem.7, Aristaenet.2.18.42, tb. plu. τοὺς ἀθλίους τουτουσὶ θέλγε τοῖς γοητεύμασιν Alciphr.2.14.2, τοῖς φαρμάκοις καὶ τοῖς γοητεύμασι Plot.4.4.40.<br /><b class="num">2</b> [[encanto]], [[fascinación]] que produce sobre el alma la vida terrena τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.<i>Abst</i>.1.43, cf. 28.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[hechizo]], [[seducción]] καὶ αὐτὸ τοῦτο ... ἡδονὴν εἶναι Pl.<i>Phlb</i>.44c, cf. Ael.<i>NA</i> 3.17, Agath.proem.7, Aristaenet.2.18.42, tb. plu. τοὺς ἀθλίους τουτουσὶ θέλγε τοῖς γοητεύμασιν Alciphr.2.14.2, τοῖς φαρμάκοις καὶ τοῖς γοητεύμασι Plot.4.4.40.<br /><b class="num">2</b> [[encanto]], [[fascinación]] que produce sobre el alma la vida terrena τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.<i>Abst</i>.1.43, cf. 28.
}}
{{grml
|mltxt=[[γοήτευμα]], το (Α) [[γοητεύω]]<br />μαγικό [[τέχνασμα]], [[μάγια]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοήτευμα Medium diacritics: γοήτευμα Low diacritics: γοήτευμα Capitals: ΓΟΗΤΕΥΜΑ
Transliteration A: goḗteuma Transliteration B: goēteuma Transliteration C: goitevma Beta Code: goh/teuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A spell, charm, Pl.Phlb.44c, Alciphr.3.17, Ael. NA3.17, Agath.Praef.; τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43.

German (Pape)

[Seite 500] τό, Zauberstück, Trug, Ggstz ἡδονή, Plat. Phil. 44 c; Sp. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

γοήτευμα: τό, μαγικὸν τέχνασμα, παίγνιον, μαγγανεία, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. γοητεία.
Étymologie: γοητεύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 hechizo, seducción καὶ αὐτὸ τοῦτο ... ἡδονὴν εἶναι Pl.Phlb.44c, cf. Ael.NA 3.17, Agath.proem.7, Aristaenet.2.18.42, tb. plu. τοὺς ἀθλίους τουτουσὶ θέλγε τοῖς γοητεύμασιν Alciphr.2.14.2, τοῖς φαρμάκοις καὶ τοῖς γοητεύμασι Plot.4.4.40.
2 encanto, fascinación que produce sobre el alma la vida terrena τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43, cf. 28.

Greek Monolingual

γοήτευμα, το (Α) γοητεύω
μαγικό τέχνασμα, μάγια.