δαιτυμονεύς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δαιτῠμονεύς) -έως<br /><b class="num">1</b> [[convidado]] χθονίου δείπνοιο θεοὺς ἔχε δαιτυμονῆας Nonn.<i>D</i>.2.666, cf. <i>Par.Eu.Io</i>.4.50.<br /><b class="num">2</b> [[devorador]] ἥπατος ἡβώοντος ἀφειδέα δαιτυμονῆα Nonn.<i>D</i>.2.577. | |dgtxt=(δαιτῠμονεύς) -έως<br /><b class="num">1</b> [[convidado]] χθονίου δείπνοιο θεοὺς ἔχε δαιτυμονῆας Nonn.<i>D</i>.2.666, cf. <i>Par.Eu.Io</i>.4.50.<br /><b class="num">2</b> [[devorador]] ἥπατος ἡβώοντος ἀφειδέα δαιτυμονῆα Nonn.<i>D</i>.2.577. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δαιτυμονεύς]], ο (Α)<br />ο [[δαιτυμών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[δαιτυμών]] με το [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηγεμών [[ηγεμονεύς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. gen. ῆος, ὁ, = sq., Nonn.D.2.666.
German (Pape)
[Seite 516] ὁ, Schmauser, Nonn. D. 2, 666.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτῠμονεύς: Ἐπικ. γεν. -ῆος, ὁ, = δαιτυμών, Νόνν. Δ. 2. 666.
Spanish (DGE)
(δαιτῠμονεύς) -έως
1 convidado χθονίου δείπνοιο θεοὺς ἔχε δαιτυμονῆας Nonn.D.2.666, cf. Par.Eu.Io.4.50.
2 devorador ἥπατος ἡβώοντος ἀφειδέα δαιτυμονῆα Nonn.D.2.577.
Greek Monolingual
δαιτυμονεύς, ο (Α)
ο δαιτυμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του δαιτυμών με το επίθημα -εύς (πρβλ. ηγεμών ηγεμονεύς)].