δαφνώδης: Difference between revisions

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[semejante al laurel]] φύλλον Thphr.<i>HP</i> 9.10.1.<br /><b class="num">2</b> [[abundante en laurel]], [[lleno de laureles]] δαφνώδη γύαλα ref. al áditon de Delfos, E.<i>Io</i> 76.
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[semejante al laurel]] φύλλον Thphr.<i>HP</i> 9.10.1.<br /><b class="num">2</b> [[abundante en laurel]], [[lleno de laureles]] δαφνώδη γύαλα ref. al áditon de Delfos, E.<i>Io</i> 76.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[δαφνώδης]], -ες) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] δάφνες<br /><b>2.</b> [[δαφνοειδής]], όμοιος με [[δάφνη]] ή με φύλλα δάφνης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δαφνώδη</i>, τα<br />τα δαφνοειδή, οι [[δαφνίδες]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνώδης Medium diacritics: δαφνώδης Low diacritics: δαφνώδης Capitals: ΔΑΦΝΩΔΗΣ
Transliteration A: daphnṓdēs Transliteration B: daphnōdēs Transliteration C: dafnodis Beta Code: dafnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A bay-wooded, γύαλα E.Ion76.    II like bay, Thphr.HP9.10.1.

German (Pape)

[Seite 525] ες, = δαφνοειδής, Theophr.; γύαλα, mit Lorbeer bewachsen, Eur. Ion 76.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνώδης: -ες, = δαφνοειδής, πλήρης δάφνης, γύαλα Εὐρ. Ἴωνι 76.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 semblable au laurier;
2 paré de lauriers.
Étymologie: δάφνη, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 semejante al laurel φύλλον Thphr.HP 9.10.1.
2 abundante en laurel, lleno de laureles δαφνώδη γύαλα ref. al áditon de Delfos, E.Io 76.

Greek Monolingual

-ες (AM δαφνώδης, -ες) δάφνη
1. γεμάτος δάφνες
2. δαφνοειδής, όμοιος με δάφνη ή με φύλλα δάφνης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνώδη, τα
τα δαφνοειδή, οι δαφνίδες.